- ἀνδροκμής
- ἀνδροκμήςman-wearyingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανδροκμής — ἀνδροκμής, ο, η (Α) 1. αυτός που καταπονεί τους άνδρες, οχληρός, εξουθενωτικός 2. ανδροκτόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + κμής < κάμνω «κουράζομαι, υποφέρω»] … Dictionary of Greek
ἀνδροκμῆσι — ἀνδροκμής man wearying masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆσιν — ἀνδροκμής man wearying masc/fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆτα — ἀνδροκμής man wearying masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδροκμῆτας — ἀνδροκμής man wearying masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)